Γεράστιος

Γεράστιος
Γεράστιος, ,
A a month at Sparta and Cos, Th.4.119, SIG1012.15; at Troezen and Calaurea (in form Γεραίστ-), Caryst.13, SIG993.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γεραίστιος ή Γεράστιος — Αρχαία ονομασία ενός μήνα στη Λακεδαίμονα, στην Καλαβρία και στην Τροιζήνα. Αντιστοιχούσε στον αττικό Ελαφηβολιώνα Μουνιχιώνα  (Μάρτιοή Απρίλιο). Γ. επίσης ονομαζόταν ένας μήνας στην Κω, που αντιστοιχούσε με τον Αύγουστο …   Dictionary of Greek

  • Γεραστίου — Γεράστιος a month masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”